εκφορούμαι

εκφορούμαι
(I)
(-έομαι)
(ανατομ.) (για εκκρίματα) διοχετεύομαι από τους εκφορητικούς* πόρους.
————————
(II)
ἐκφοροῡμαι (-όομαι) (Α)
παθ. (για πέτρες) γίνομαι πορώδης, αποκτώ τρύπες, γίνομαι εύτριπτος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐκφοροῦμαι — ἐκφορέω carry out pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐκφορέω carry out pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐκφορόομαι to be worn into holes pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”